απο-

απο-
[ΕΤΥΜΟΛ. Το απο- ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση
αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος
αρχ.
άπειμι, απόκειμαι
νεοελλ.
απόμερος, απόστρατα
β) άρνηση, στέρηση
απαγορεύω, αποτυγχάνω
αρχ.
απανδάνω, απαρέσκω
νεοελλ.
απόπαιδο
γ) απόκλιση απο μία κανονικότητα
αρχ.
απᾴδω
δ) αποπεράτωση, έκβαση, παύση
αποβιώ, αποφοιτώ
αρχ.
απαλγέω, απανθρακίζω, απανθώ
νεοελλ.
απογελώ, αποτελειώνω
ε) επίτευξη σκοπού
αρχ.
αποδείκνυμι
μσν.
απαληθεύω
στ) επίταση
αρχ.
απαμβλύνω
νεοελλ.
απόστραβος, απόμακρα
ζ) υποκορισμό
αρχ.
απόκενος, άποξις
νεοελλ.
απόκοντος, απόμικρος
η) μεταβολή, αποκατάσταση
αποθεώ απολιθώ
αρχ.
αποθηριούμαι
νεοελλ.
αποβλακώνω. Σε ορισμένους αρχ. ονοματ. σχηματισμούς το απο- σημαίνει το είδος, εκφράζοντας παράλληλα την έννοια του χειρότερου (πρβλ. απολάντιον, απόλινον, απόμελι)
απαντά ακόμη στα ανθρωπωνύμια Απόδημος, Απόλαξις, Απόληξις, Απόλυρις. Στη νέα Ελληνική το απο- σημαίνει επίσης το υπόλοιπο (πρβλ. αποδιαλεγούδι, αποζούμι, απομεινάρι, απονέρι) και το υστερόχρονο (πρβλ. αποβασίλεμα, απόβροχο, απολείτουργα, απομεσήμερο). Τέλος, κατά το πρότυπο αντίστοιχων λέξεων της Ελληνικής με α' συνθετικό το απο- πλάστηκαν πολλοί όροι της ξένης επιστημονικής ορολογίας (ελληνογενείς ή μη), οι οποίοι εισάχθηκαν συχνά και στην επιστημονική ορολογία της νέας Ελληνικής, λ.χ. νεολατιν. apomixis, γαλλ. apomixie, ελλην. απομιξία
αγγλ. apomorphine, γαλλ. apomorphine, γερμ. Apomorphin, ελλην. απομορφίνη
αγγλ. apocarpous, γαλλ. apocarpe, γερμ. apokarp, ελλην. απόκαρπος κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”